- περικράνιος
- -α -ο / περικράνιος, -ον, ΝΑνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το περικράνιοτο περιόστεο που καλύπτει την εξωτερική επιφάνεια τού κρανίουαρχ.1. αυτός που βρίσκεται γύρω από το κεφάλι2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περικράνιοντο μαξιλάρι, το προσκεφάλι3. φρ. «πῑλος περικράνιος» α) κάλυμμα τού κεφαλιού, καπέλοβ) σκούφος ιερέων στη Ρώμη4. φρ. ή «περικράνιος χιτών» ή «περικράνιος υμήν» — ο υμένας που βρίσκεται κάτω από το δέρμα τού κρανίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + κρανίον. Η λ. ως επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pericranium].
Dictionary of Greek. 2013.